- σελινίτης
- σελῑν-ίτης [ῑτ] οἶνος, ὁ, wineA flavoured with celery, Dsc.5.74.II [suff] σελῑν-ῖτις, ιδος, ἡ,= χαμαίκισσος, Ps.-Dsc.4.125.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σελινίτης — flavoured with celery masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελινίτης — ὁ, Α (σε συνεκφ. με το οἶνος) κρασί αρωματισμένο με σέλινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον + επίθημα ίτης (πρβλ. μηλ ίτης (Ι)] … Dictionary of Greek
σελινάτον — τὸ, Α ο σελινίτης οίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον + επίθημα ᾶτον (πρβλ. σησαμ ᾶτον)] … Dictionary of Greek